ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, Αριθμός 2028/2006, B2' Πολιτικό Τμήμα
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΕΤΟΣ : 2007 ΣΕΛΙΔΑ : 404
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Μαρκάκη, Ηλία Γιαννακάκη, Αθανάσιο Θεμέλη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2006, με την παρουσία και του Γραμματέα Αντωνίου Στυλιανουδάκη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)..., 2)..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τη δικηγόρο τους Αθηνά Μανίκα.
Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (Ο.Α.Σ.Θ.)", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Καραλή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/4/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7705/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1405/2005 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/9/2005 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω και ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Ζιάκας, ανέγνωσε την από 18/10/2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 εδ. α΄ Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία είναι παραδεκτή και ενώπιον του Αρείου Πάγου, ασκείται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη Γραμματεία του εν λόγω δικαστηρίου και επιδίδεται σε όλους τους διαδίκους. Επομένως, η συνεκδικαζόμενη με την αναίρεση πρόσθετη, υπέρ των αναιρεσειόντων, παρέμβαση του σωματείου με την επωνυμία " Σωματείο Επιστημονικού Προσωπικού ΟΑΣΘ" , που ασκήθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατά το άρθρο 16 παρ. 5 εδ. πρώτο του Συντάγματος, η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση...,κατά δε την παρ. 7 του ιδίου άρθρου, η επαγγελματική και κάθε άλλη εκπαίδευση παρέχεται από το κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές. Με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις καθιερώνεται η διάκριση της ανώτατης από την ανώτερη επαγγελματική εκπαίδευση από τις οποίες η πρώτη έχει ως αποστολή την προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης με την έρευνα και τη διδασκαλία, ενώ η δεύτερη αποσκοπεί στη μετάδοση ειδικών γνώσεων και εμπειριών κατάλληλων για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος. Εξάλλου, ο κοινός νομοθέτης, εξειδικεύοντας τους ορισμούς του Συντάγματος για την επαγγελματική και τεχνική εκπαίδευση, προέβλεψε με το ν. 576/1977 την ίδρυση των Κέντρων Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως (Κ.Α.Τ.Ε.Ε), τα οποία συγκροτούσαν περισσότερες Ανώτερες Τεχνικές και Επαγγελματικές Σχολές (άρθρο 27).Αυτά καταργήθηκαν με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 1404/ 1983, ο οποίος ίδρυσε τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.) και τα οργάνωσε ως σχηματισμούς της προβλεπόμενης από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος ανώτερης εκπαιδεύσεως. Ειδικότερα, ο νομοθέτης (άρθρο 1 παρ.1 ν 1404.1983) όρισε ότι τα Τ.Ε.Ι. είναι ν. π. δ. δ. αυτοδιοικούμενα στα πλαίσια του ν. 1404/1983, η δε κρατική εποπτεία επ' αυτών ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου. Περαιτέρω στον ίδιο νόμο, ορίστηκε ότι τα Τ.Ε.Ι. είχαν ως αποστολή, μεταξύ άλλων, να παρέχουν θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση για την εφαρμογή επιστημονικών, τεχνολογικών, καλλιτεχνικών ή άλλων γνώσεων και δεξιοτήτων στο επάγγελμα και ότι, εκ της ανωτέρω αποστολής τους " τα Τ.Ε.Ι., διακρίνονται σαφώς, ως προς το ρόλο και την κατεύθυνση των ιδίων και των αποφοίτων τους και ως προς το περιεχόμενο και τους τίτλους σπουδών, από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα" (άρθρο 1 παρ.2). Aκολούθως, δημοσιεύθηκε ο ν. 2916/2001 " Διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης και ρύθμιση θεμάτων του τεχνολογικού τομέα αυτής", στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι "α) Η ανώτατη εκπαίδευση αποτελείται από δύο παράλληλους τομείς: αα) τον πανεπιστημιακό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ββ) τον τεχνολογικό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Β) Τα ιδρύματα των δύο τομέων της ανώτατης εκπαίδευσης λειτουργούν συμπληρωματικά, με διακριτές φυσιογνωμίες και ρόλους, σκοπό και αποστολή που διαφοροποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τον πανεπιστημιακό τομέα και τον τεχνολογικό τομέα. γ) όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται ο όρος " Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα" νοούνται τα ιδρύματα που ήδη λειτουργούν, τα οποία ανήκουν στον πανεπιστημιακό τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης και θα αποκαλούνται εφεξής "Πανεπιστήμια"....". Με το άρθρο δε 5 παρ. 12 περ. γ΄ του ιδίου νόμου προστέθηκε παράγραφος 3 στο άρθρο 25 του ν. 1404/1983, με την οποία ορίζεται ότι "το πτυχίο που χορηγείται από τμήματα Τ.Ε.Ι. είναι βασικός τίτλος σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών σε ελληνικά ή ξένα Πανεπιστήμια, με τις προϋποθέσεις που εκάστοτε ισχύουν για τους πτυχιούχους ανώτατης εκπαίδευσης.". Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις (του ν. 2916/2001) προκύπτει ότι με το νόμο αυτόν ορίστηκε η διάρθρωση της ανώτατης εκπαιδεύσεως η οποία πλέον αποτελείται από δύο, σαφώς διακρινόμενους μεταξύ τους, παράλληλους τομείς, τον πανεπιστημιακό, που συναπαρτίζει όλα τα υφιστάμενα Α.Ε.Ι και τον τεχνολογικό μη πανεπιστημιακό, που περιλαμβάνει τα Τ.Ε.Ι. Η υπαγωγή δε των τελευταίων στην ανώτατη εκπαίδευση συνδέθηκε με τη συμμόρφωση προς τις αντίστοιχες συνταγματικές επιταγές, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την πλήρη αυτοδιοίκηση των ιδρυμάτων, το καθεστώς του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. και τα θέματα σπουδών και δεν σκόπευε στην πλήρη εξομοίωση αυτών με τα Α.Ε.Ι. Έτσι, ο χαρακτηρισμός πλέον των πτυχίων των Τ.Ε.Ι. ως βασικών τίτλων σπουδών ανώτατης εκπαιδεύσεως δε συνεπάγεται και την ισοτιμία αυτών με τα πτυχία των Α.Ε.Ι. ιδιαίτερα ως προς τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων. Τούτο συνάγεται σαφώς α) από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 12, όπου προσδιορίζεται και η συνέπεια του χαρακτηρισμού αυτού, που είναι η "δυνατότητα προσβάσεως των πτυχιούχων Τ.Ε.Ι σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών σε ελληνικά ή ξένα πανεπιστήμια", την οποία δεν είχαν πριν από το 2916/2001, προσδιορισμός που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν περιττός, β) από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 6 περίπτωση β΄ του ιδίου νόμου, κατά την οποία τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τα ΤΕΙ μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού είναι τα ίδια με αυτά που καθορίζονται με τα προεδρικά διατάγματα, που έχουν εκδοθεί κατά ειδικότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 1404/1983 και γ) από την εισηγητική έκθεση, στην οποία γίνεται σαφής αναφορά ότι με το νόμο αυτόν "δεν επιχειρείται διαφοροποίηση μεταξύ των παλαιών και νέων πτυχίων Τ.Ε.Ι. που είναι μεταξύ τους ισότιμα, όπως ακριβώς τα ίδια παραμένουν και τα επαγγελματικά δικαιώματα των παλαιών και νέων πτυχιούχων Τ.Ε.Ι.". Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και συνεπώς δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικούς ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων είτε διαφοροποιεί την κατηγορία των προσώπων ή των πραγμάτων στα οποία αφορά. Επομένως, αν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για μία κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί με αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση από τη ρύθμιση αυτή μία άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευνοϊκής μεταχειρίσεως, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικά επιβαλλόμενης ισότητας πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση και σε εκείνη την κατηγορία προσώπων, σε βάρος την οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής (Ολ.ΑΠ 4/2004). Η εν λόγω δε αρχή καταλαμβάνει και τους κανονιστικούς όρους των ΣΣΕ και ΔΑ αφού και οι όροι αυτοί έχουν ισχύ νόμου και εφαρμόζονται άμεσα και αναγκαστικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 1876/ 1990.Τέλος, σύμφωνα με την από 1-6-2000 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας του προσωπικού του ΟΑΣΘ, της οποίας η διάρκεια ορίστηκε σε δύο έτη, ήτοι για το 2000 και 2001, το προσωπικό του εναγομένου διακρίνεται σε τρεις βασικές κατηγορίες και συγκεκριμένα σε προσωπικό κινήσεως, συντηρήσεως και σε διοικητικό προσωπικό, το οποίο με βάση την ίδια σύμβαση διακρίνεται σε τρεις υποκατηγορίες, ήτοι α) σε προσωπικό γραφείου β) σε βοηθητικό προσωπικό και γ) σε επιστημονικό προσωπικό. Σύμφωνα με τις διακρίσεις αυτές διαφοροποιούνται και τα μισθολογικά κλιμάκια ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας του μισθωτού. Με τις από 2-12-1988 και 1-7-1989 ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ του εναγομένου οργανισμού και του σωματείου του επιστημονικού προσωπικού αυτού, ορίστηκαν μεταξύ άλλων και οι προϋποθέσεις εντάξεως των υπαλλήλων του ΟΑΣΘ στην εν λόγω κατηγορία, ως επιστημονικό δε προσωπικό θεωρούνται και αμείβονται υπό τους όρους των συλλογικών αυτών συμβάσεων, οι κάτοχοι πτυχίου ανωτάτης σχολής της ημεδαπής ή ισοτίμων σχολών της αλλοδαπής, που είναι μέλη του Σωματείου Επιστημονικού Προσωπικού του ΟΑΣΘ. Η ρύθμιση αυτή διατηρήθηκε και σε όλες τις μεταγενέστερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αφορούν το σύνολο του προσωπικού του εναγομένου ήτοι τις από 23-5-1990, 4-6-1991, 7-7-1993, 13-4-1994, 28-5-1997, 24-8-19997, 24-8-1998, 26-5-1999 και την από 1-7-2000. Σύμφωνα με τους όρους των ανωτέρω συμβάσεων, οι αποδοχές των εργαζομένων που ανήκουν στο επιστημονικό προσωπικό του εναγομένου, είναι σημαντικά μεγαλύτερες από αυτές που προβλέπονταν για τις υπόλοιπες κατηγορίες των μισθωτών. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Από τον εναγόμενο Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης ( ΟΑΣΘ) προσλήφθηκαν με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ο πρώτος των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων στις 3-8-1992 και ο δεύτερος στις 2-7-1984.Αυτοί απεφοίτησαν από το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι.) Θεσσαλονίκης και έλαβαν τίτλο σπουδών από τη Σχολή Τεχνολόγων Εφαρμογών στις 12-9-1988 ο πρώτος και στις 30-6-1987 ο δεύτερος. Δέχτηκε, επίσης, ότι τα πτυχία των Τ.Ε.Ι., που αυτοί κατείχαν δεν είναι πτυχία ανωτάτων σχολών, όπως απαιτείτο από την ισχύουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο, από 1-7-2000 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, για την ένταξη εργαζομένου στην κατηγορία του επιστημονικού προσωπικού και συνακόλουθα ότι οι ενάγοντες δε δικαιούνται τις αντίστοιχες αποδοχές ούτε με βάση την ανωτέρω συλλογική σύμβαση εργασίας, ούτε με βάση την αρχή της ισότητας ως ανήκοντες σε διαφορετική κατηγορία εργαζομένων από εκείνη του επιστημονικού προσωπικού. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, το οποίο ακολούθως δέχτηκε την έφεση του εναγομένου οργανισμού και απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία ζητούσαν την επιδίκαση σ' αυτούς της διαφοράς μεταξύ των αποδοχών που ελάμβαναν και αυτών του επιστημονικού προσωπικού, δεν παραβίασε με ψευδή ερμηνεία ή κακή εφαρμογή τις κανονιστικές διατάξεις των ανωτέρω από 1-6-2000, 1-7-2000, 2-12-1988 και 1-7-1989 συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄, 5 παρ 12 εδ. γ΄ του ν. 2916/2001, 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. Επομένως, τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδεται στο Εφετείο η από το άρθρο 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια και ειδικότερα της κακής ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου κανόνων, πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-9-2005 αίτηση των ... και ... για αναίρεση της υπ' αριθμ.1405/2005 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης καθώς και την πρόσθετη υπέρ των αναιρεσειόντων παρέμβαση του σωματείου με την επωνυμία " Σωματείο Επιστημονικού Προσωπικού ΟΑΣΘ" . Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες και το προσθέτως παρεμβαίνον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου και καθ' ου η παρέμβαση, τα οποία ορίζει για κάθε διάδικο μέρος που ηττάται σε επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2006.
ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΕΤΟΣ : 2007 ΣΕΛΙΔΑ : 404
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Μαρκάκη, Ηλία Γιαννακάκη, Αθανάσιο Θεμέλη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2006, με την παρουσία και του Γραμματέα Αντωνίου Στυλιανουδάκη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)..., 2)..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τη δικηγόρο τους Αθηνά Μανίκα.
Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (Ο.Α.Σ.Θ.)", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Καραλή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/4/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7705/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1405/2005 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/9/2005 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω και ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Ζιάκας, ανέγνωσε την από 18/10/2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 εδ. α΄ Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία είναι παραδεκτή και ενώπιον του Αρείου Πάγου, ασκείται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη Γραμματεία του εν λόγω δικαστηρίου και επιδίδεται σε όλους τους διαδίκους. Επομένως, η συνεκδικαζόμενη με την αναίρεση πρόσθετη, υπέρ των αναιρεσειόντων, παρέμβαση του σωματείου με την επωνυμία " Σωματείο Επιστημονικού Προσωπικού ΟΑΣΘ" , που ασκήθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατά το άρθρο 16 παρ. 5 εδ. πρώτο του Συντάγματος, η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση...,κατά δε την παρ. 7 του ιδίου άρθρου, η επαγγελματική και κάθε άλλη εκπαίδευση παρέχεται από το κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές. Με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις καθιερώνεται η διάκριση της ανώτατης από την ανώτερη επαγγελματική εκπαίδευση από τις οποίες η πρώτη έχει ως αποστολή την προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης με την έρευνα και τη διδασκαλία, ενώ η δεύτερη αποσκοπεί στη μετάδοση ειδικών γνώσεων και εμπειριών κατάλληλων για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος. Εξάλλου, ο κοινός νομοθέτης, εξειδικεύοντας τους ορισμούς του Συντάγματος για την επαγγελματική και τεχνική εκπαίδευση, προέβλεψε με το ν. 576/1977 την ίδρυση των Κέντρων Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως (Κ.Α.Τ.Ε.Ε), τα οποία συγκροτούσαν περισσότερες Ανώτερες Τεχνικές και Επαγγελματικές Σχολές (άρθρο 27).Αυτά καταργήθηκαν με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 1404/ 1983, ο οποίος ίδρυσε τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.) και τα οργάνωσε ως σχηματισμούς της προβλεπόμενης από το άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος ανώτερης εκπαιδεύσεως. Ειδικότερα, ο νομοθέτης (άρθρο 1 παρ.1 ν 1404.1983) όρισε ότι τα Τ.Ε.Ι. είναι ν. π. δ. δ. αυτοδιοικούμενα στα πλαίσια του ν. 1404/1983, η δε κρατική εποπτεία επ' αυτών ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου. Περαιτέρω στον ίδιο νόμο, ορίστηκε ότι τα Τ.Ε.Ι. είχαν ως αποστολή, μεταξύ άλλων, να παρέχουν θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση για την εφαρμογή επιστημονικών, τεχνολογικών, καλλιτεχνικών ή άλλων γνώσεων και δεξιοτήτων στο επάγγελμα και ότι, εκ της ανωτέρω αποστολής τους " τα Τ.Ε.Ι., διακρίνονται σαφώς, ως προς το ρόλο και την κατεύθυνση των ιδίων και των αποφοίτων τους και ως προς το περιεχόμενο και τους τίτλους σπουδών, από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα" (άρθρο 1 παρ.2). Aκολούθως, δημοσιεύθηκε ο ν. 2916/2001 " Διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης και ρύθμιση θεμάτων του τεχνολογικού τομέα αυτής", στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι "α) Η ανώτατη εκπαίδευση αποτελείται από δύο παράλληλους τομείς: αα) τον πανεπιστημιακό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ββ) τον τεχνολογικό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Β) Τα ιδρύματα των δύο τομέων της ανώτατης εκπαίδευσης λειτουργούν συμπληρωματικά, με διακριτές φυσιογνωμίες και ρόλους, σκοπό και αποστολή που διαφοροποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τον πανεπιστημιακό τομέα και τον τεχνολογικό τομέα. γ) όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται ο όρος " Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα" νοούνται τα ιδρύματα που ήδη λειτουργούν, τα οποία ανήκουν στον πανεπιστημιακό τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης και θα αποκαλούνται εφεξής "Πανεπιστήμια"....". Με το άρθρο δε 5 παρ. 12 περ. γ΄ του ιδίου νόμου προστέθηκε παράγραφος 3 στο άρθρο 25 του ν. 1404/1983, με την οποία ορίζεται ότι "το πτυχίο που χορηγείται από τμήματα Τ.Ε.Ι. είναι βασικός τίτλος σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών σε ελληνικά ή ξένα Πανεπιστήμια, με τις προϋποθέσεις που εκάστοτε ισχύουν για τους πτυχιούχους ανώτατης εκπαίδευσης.". Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις (του ν. 2916/2001) προκύπτει ότι με το νόμο αυτόν ορίστηκε η διάρθρωση της ανώτατης εκπαιδεύσεως η οποία πλέον αποτελείται από δύο, σαφώς διακρινόμενους μεταξύ τους, παράλληλους τομείς, τον πανεπιστημιακό, που συναπαρτίζει όλα τα υφιστάμενα Α.Ε.Ι και τον τεχνολογικό μη πανεπιστημιακό, που περιλαμβάνει τα Τ.Ε.Ι. Η υπαγωγή δε των τελευταίων στην ανώτατη εκπαίδευση συνδέθηκε με τη συμμόρφωση προς τις αντίστοιχες συνταγματικές επιταγές, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την πλήρη αυτοδιοίκηση των ιδρυμάτων, το καθεστώς του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. και τα θέματα σπουδών και δεν σκόπευε στην πλήρη εξομοίωση αυτών με τα Α.Ε.Ι. Έτσι, ο χαρακτηρισμός πλέον των πτυχίων των Τ.Ε.Ι. ως βασικών τίτλων σπουδών ανώτατης εκπαιδεύσεως δε συνεπάγεται και την ισοτιμία αυτών με τα πτυχία των Α.Ε.Ι. ιδιαίτερα ως προς τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων. Τούτο συνάγεται σαφώς α) από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 12, όπου προσδιορίζεται και η συνέπεια του χαρακτηρισμού αυτού, που είναι η "δυνατότητα προσβάσεως των πτυχιούχων Τ.Ε.Ι σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών σε ελληνικά ή ξένα πανεπιστήμια", την οποία δεν είχαν πριν από το 2916/2001, προσδιορισμός που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν περιττός, β) από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 6 περίπτωση β΄ του ιδίου νόμου, κατά την οποία τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τα ΤΕΙ μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού είναι τα ίδια με αυτά που καθορίζονται με τα προεδρικά διατάγματα, που έχουν εκδοθεί κατά ειδικότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 1404/1983 και γ) από την εισηγητική έκθεση, στην οποία γίνεται σαφής αναφορά ότι με το νόμο αυτόν "δεν επιχειρείται διαφοροποίηση μεταξύ των παλαιών και νέων πτυχίων Τ.Ε.Ι. που είναι μεταξύ τους ισότιμα, όπως ακριβώς τα ίδια παραμένουν και τα επαγγελματικά δικαιώματα των παλαιών και νέων πτυχιούχων Τ.Ε.Ι.". Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και συνεπώς δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικούς ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων είτε διαφοροποιεί την κατηγορία των προσώπων ή των πραγμάτων στα οποία αφορά. Επομένως, αν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για μία κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί με αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση από τη ρύθμιση αυτή μία άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευνοϊκής μεταχειρίσεως, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικά επιβαλλόμενης ισότητας πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση και σε εκείνη την κατηγορία προσώπων, σε βάρος την οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής (Ολ.ΑΠ 4/2004). Η εν λόγω δε αρχή καταλαμβάνει και τους κανονιστικούς όρους των ΣΣΕ και ΔΑ αφού και οι όροι αυτοί έχουν ισχύ νόμου και εφαρμόζονται άμεσα και αναγκαστικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 1876/ 1990.Τέλος, σύμφωνα με την από 1-6-2000 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας του προσωπικού του ΟΑΣΘ, της οποίας η διάρκεια ορίστηκε σε δύο έτη, ήτοι για το 2000 και 2001, το προσωπικό του εναγομένου διακρίνεται σε τρεις βασικές κατηγορίες και συγκεκριμένα σε προσωπικό κινήσεως, συντηρήσεως και σε διοικητικό προσωπικό, το οποίο με βάση την ίδια σύμβαση διακρίνεται σε τρεις υποκατηγορίες, ήτοι α) σε προσωπικό γραφείου β) σε βοηθητικό προσωπικό και γ) σε επιστημονικό προσωπικό. Σύμφωνα με τις διακρίσεις αυτές διαφοροποιούνται και τα μισθολογικά κλιμάκια ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας του μισθωτού. Με τις από 2-12-1988 και 1-7-1989 ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ του εναγομένου οργανισμού και του σωματείου του επιστημονικού προσωπικού αυτού, ορίστηκαν μεταξύ άλλων και οι προϋποθέσεις εντάξεως των υπαλλήλων του ΟΑΣΘ στην εν λόγω κατηγορία, ως επιστημονικό δε προσωπικό θεωρούνται και αμείβονται υπό τους όρους των συλλογικών αυτών συμβάσεων, οι κάτοχοι πτυχίου ανωτάτης σχολής της ημεδαπής ή ισοτίμων σχολών της αλλοδαπής, που είναι μέλη του Σωματείου Επιστημονικού Προσωπικού του ΟΑΣΘ. Η ρύθμιση αυτή διατηρήθηκε και σε όλες τις μεταγενέστερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αφορούν το σύνολο του προσωπικού του εναγομένου ήτοι τις από 23-5-1990, 4-6-1991, 7-7-1993, 13-4-1994, 28-5-1997, 24-8-19997, 24-8-1998, 26-5-1999 και την από 1-7-2000. Σύμφωνα με τους όρους των ανωτέρω συμβάσεων, οι αποδοχές των εργαζομένων που ανήκουν στο επιστημονικό προσωπικό του εναγομένου, είναι σημαντικά μεγαλύτερες από αυτές που προβλέπονταν για τις υπόλοιπες κατηγορίες των μισθωτών. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Από τον εναγόμενο Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης ( ΟΑΣΘ) προσλήφθηκαν με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ο πρώτος των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων στις 3-8-1992 και ο δεύτερος στις 2-7-1984.Αυτοί απεφοίτησαν από το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι.) Θεσσαλονίκης και έλαβαν τίτλο σπουδών από τη Σχολή Τεχνολόγων Εφαρμογών στις 12-9-1988 ο πρώτος και στις 30-6-1987 ο δεύτερος. Δέχτηκε, επίσης, ότι τα πτυχία των Τ.Ε.Ι., που αυτοί κατείχαν δεν είναι πτυχία ανωτάτων σχολών, όπως απαιτείτο από την ισχύουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο, από 1-7-2000 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, για την ένταξη εργαζομένου στην κατηγορία του επιστημονικού προσωπικού και συνακόλουθα ότι οι ενάγοντες δε δικαιούνται τις αντίστοιχες αποδοχές ούτε με βάση την ανωτέρω συλλογική σύμβαση εργασίας, ούτε με βάση την αρχή της ισότητας ως ανήκοντες σε διαφορετική κατηγορία εργαζομένων από εκείνη του επιστημονικού προσωπικού. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, το οποίο ακολούθως δέχτηκε την έφεση του εναγομένου οργανισμού και απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία ζητούσαν την επιδίκαση σ' αυτούς της διαφοράς μεταξύ των αποδοχών που ελάμβαναν και αυτών του επιστημονικού προσωπικού, δεν παραβίασε με ψευδή ερμηνεία ή κακή εφαρμογή τις κανονιστικές διατάξεις των ανωτέρω από 1-6-2000, 1-7-2000, 2-12-1988 και 1-7-1989 συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄, 5 παρ 12 εδ. γ΄ του ν. 2916/2001, 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. Επομένως, τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδεται στο Εφετείο η από το άρθρο 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια και ειδικότερα της κακής ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου κανόνων, πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμοι.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-9-2005 αίτηση των ... και ... για αναίρεση της υπ' αριθμ.1405/2005 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης καθώς και την πρόσθετη υπέρ των αναιρεσειόντων παρέμβαση του σωματείου με την επωνυμία " Σωματείο Επιστημονικού Προσωπικού ΟΑΣΘ" . Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες και το προσθέτως παρεμβαίνον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου και καθ' ου η παρέμβαση, τα οποία ορίζει για κάθε διάδικο μέρος που ηττάται σε επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2006.